- λατρευτός
- λατρ-ευτός, ή, όν, = foreg.,A
ἔργον LXX Ex. 12.16
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔργον LXX Ex. 12.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λατρευτός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρευτός — ή, ό (AM λατρευτός, ή, όν) [λατρεύω] 1. αυτός που τόν αγαπούν πάρα πολύ, πολυαγαπημένος, λατρεμένος («λατρευτή μου μητέρα») 2. άξιος λατρείας, αξιολάτρευτος («ω χεράκια λατρευτά», Παλαμ.) αρχ. αυτός που υπηρετεί ή αναφέρεται στην υπηρεσία,… … Dictionary of Greek
λατρευτός — ή, ό πολυαγαπημένος: Ο λατρευτός μου πατέρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λατρευτά — λατρευτός neut nom/voc/acc pl λατρευτά̱ , λατρευτός fem nom/voc/acc dual λατρευτά̱ , λατρευτός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρευτῶν — λατρευτός fem gen pl λατρευτός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρευτόν — λατρευτός masc acc sg λατρευτός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρευταῖς — λατρευτός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρευταί — λατρευτός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρευτοῦ — λατρευτός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρευτή — λατρευτός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρευτήν — λατρευτός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)